- σαρακοστιάτικος
- η , ο см. σαρακοστιανός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρακοστιάτικος — η, ο, Ν 1. σαρακοστιανός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σαρακοστιάτικα σε ημέρα ή σε περίοδο νηστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρακοστή + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. λαμπρ ιάτικος, χριστουγενν ιάτικος)] … Dictionary of Greek